Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Tα δικά μου πρότυπα(3): Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης.

Ο Φραγκίσκος της Ασίζης (1181 ή 1182-3 Οκτωβρίου 1226) είναι άγιος της Καθολικής εκκλησίας, ιδρυτής του Τάγματος των Φραγκισκανών. Γεννήθηκε στην Ασίζη της Ιταλίας, από πλούσια οικογένεια.
 

Πήρε μέρος σε εμφύλιους πολέμους. Κατά τη διάρκεια μιας αρρώστιας του είδε δύο όνειρα τόσο συγκλονιστικά, που τον οδήγησαν στην αμετάκλητη απόφαση να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο έργο της φιλανθρωπίας. Στόχος της φροντίδας του ήταν οι φτωχοί και σε αυτούς έδειχνε έμπρακτα την αγάπη του. Κάποτε μάλιστα ενώθηκε μαζί τους σε μια εξέγερση κατά των ευγενών και αυτό του στοίχισε ένα χρόνο φυλακή. Διωγμένος και αποκληρωμένος από τον πατέρα του, έγινε ερμηνευτής των αισθημάτων που ήταν διαδεδομένα στην εποχή του: κήρυξε την ισότητα, την ειρήνη, την περιφρόνηση του πλούτου και την υπεροχή της φτώχειας, την αγάπη προς όλα τα δημιουργήματα του Θεού, έμψυχα και άψυχα, τη στοργή στους λεπρούς. Ο ίδιος κυκλοφορούσε ντυμένος με ένα χιτώνα, δεμένο στη μέση με ένα σκοινί (αυτό το είδος ενδυμασίας έχουν και σήμερα οι μοναχοί του τάγματός του).

Για τρία χρόνια αποσύρθηκε στην ησυχία της ασκητικής ζωής, ώσπου το 1209 ίδρυσε χωριστό μοναχικό τάγμα. Οι οπαδοί του ολοένα πλήθαιναν και αποτέλεσαν το τάγμα των Φραγκισκανών, που είχε την έγκριση και του Πάπα Ινοκέντιου Γ΄. Ο Φραγκίσκος της Ασίζης επισκέφτηκε τη Γαλλία, την Ισπανία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο. Επιστρέφοντας στην Ιταλία έθεσε κανονισμούς για την καλύτερη λειτουργία του τάγματος, του οποίου η οργάνωση έγινε αρτιότερη. Το 1224, ύστερα από σαράντα ημέρες προσευχής και νηστείας, είδε να αποτυπώνονται πάνω στο σώμα του τα στίγματα των πληγών του Ιησού.

Όταν πέθανε, τον έθαψαν σε ναό που μόλις είχε χτιστεί. Ανακηρύχτηκε άγιος το 1228 από τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 4 Οκτωβρίου.


Ιησούς ένας επαναστάτης ειρηνιστής σαν τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης και σαν αυτό που θέλω να γίνω και ο ίδιος…

Mια φορά ο Ιησούς, λέει μια αγαπημένη μελέτη για αυτόν που θα αποκαλύψω σε μελλοντικό μου άρθρο ποια είναι, είπε πως δεν είχε έρθει στον κόσμο για να φέρει ειρήνη, αλλά διαχωρισμούς. Δεδομένου ότι ο Ιησούς δεν οργάνωσε τελικά μια βίαιη αντίσταση κατά του συστήματος, ούτε υπήρξε τρομοκράτης ή πολιτικός αγωνιστής είναι αναπόφευκτο το ερώτημα τι εννοούσε λέγοντας ειρήνη και τι πόλεμο. Πόλεμο εναντίον τίνος;

Γιατί ο Ιησούς δεν υπήρξε ούτε ένας απλός επαναστάτης ούτε μόνο ένας ειρηνιστής. Αρκετοί είναι αυτοί που προτιμούν να μιλάνε για την «ειρηνική βία» του ή για τη «βίαιη ειρήνη» του. Ωστόσο δεν είναι το ίδιο πράγμα. Όχι. Αν ο Ιησούς ήταν ένας «επαναστάτης ειρηνιστής» αυτό σημαίνει ότι η δύναμη του μηνύματός του έγκειται στη δύναμη της επανάστασης, η οποία δεν είναι αυτή των όπλων. Ο στόχος εδώ θα ήταν η ειρήνη. Αλλά αν υποθέσουμε ότι η ειρήνη του ήταν μια «επαναστατική ειρήνη», η έμφαση μεταφέρεται στην εσωτερική και βαθύτερη δύναμη της ιδέας της ειρήνης, που για να είναι αποτελεσματική πρέπει να είναι και επαναστατική, όχι ήπια με την έννοια του γυρίζω και το άλλο μάγουλο, αλλά μια ειρήνη που φέρνει δικαιοσύνη, που λυτρώνει τον άνθρωπο, που δημιουργεί έναν κόσμο όπου δε βασιλεύει η άσκοπη βία, αλλά η βία για την ειρήνη και την ευτυχία.

Για αυτό είπε κάποτε πως  η ειρήνη του δεν θα ήταν η ίδια με την ειρήνη του κόσμου. Γενικά η κοινωνία, περισσότερο η καπιταλιστική ή νεοφιλελεύθερη, συγχέει την ειρήνη με την τάξη. Εδώ, λέει ο συγγραφέας της μελέτης, συνεχίζοντας, έχω να παραθέσω και ένα προσωπικό περιστατικό. Όταν οι οπαδοί του Φράνκο γιόρταζαν στην Ισπανία αυτό που αποκαλούσαν «είκοσι πέντε χρόνια ειρήνης», γεμίζοντας πόλεις και χωριά με αφίσες με αυτό το σύνθημα, με κάλεσαν από τη Ρώμη στη Μαδρίτη για να απονείμω το Ελ Βίτι, το βραβείο για τον καλύτερο ταυρομάχο της χρονιάς στην Ισπανία. Με το που πάτησα το πόδι μου στο αεροδρόμιο το πρώτο πράγμα που είδα ήταν εκείνες οι φανταχτερές αφίσες με τα «είκοσι πέντε χρόνια ειρήνης».

Κατά τη διάρκεια του επίσημου δείπνου, σε ένα ξενοδοχείο της πρωτεύουσας, όπου παρευρέθησαν σχεδόν χίλια άτομα, μεταξύ των οποίων και αρκετοί υπουργοί του καθεστώτος, μου ζήτησαν να πω λίγα λόγια. Ήταν δύσκολο, γιατί επικρατούσε λογοκρισία εκείνη την εποχή, παρά τα είκοσι πέντε χρόνια ειρήνης. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και είπα πως με πλήγωνε το γεγονός ότι στο εξωτερικό πιστεύουν πως οι Ισπανοί δε γνωρίζουν τι είναι δημοκρατία. Το καιρό εκείνο δε διενεργούνταν εκλογές, ούτε υπήρχαν πολιτικά κόμματα. Ανέφερα ότι, κατά περίεργο τρόπο, ο εορτασμός της ταυρομαχίας, αναπόσπαστου μέρους της ισπανικής κουλτούρας, αποτελεί μια άσκηση "άμεσης δημοκρατίας", εφόσον τα βραβεία απονέμει ο επικεφαλής της αρένας, αφού εξετάσει τι έχουν επιλέξει οι θεατές με τα λευκά τους μαντίλια. Οι πολιτικό δεν κατάλαβαν την ειρωνεία μου.

Συμπλήρωσα ότι φτάνοντας στη Μαδρίτη είδα τις αφίσες για τον εορτασμό των «είκοσι πέντε χρόνια ειρήνης» του Φράνκο. Σχολίασα πως θα συμφωνούσα αν ήταν είκοσι πέντε χρόνια «ειρήνης» και όχι μόνο «τάξης», αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, καθώς ενώ «η ισχύς επιβάλει την τάξη, μερικές φορές και με τη βία», «η ειρήνη κατακτάται με το κύρος των συνειδήσεων», για αυτό δεν χρειάζεται να επιβληθεί. Σε αυτό το σημείο οι αστυνομικοί που ήταν παρόντες αντιλήφθηκαν πια την ειρωνεία μου, γιατί μετά το δείπνο με ανέκριναν. Ζητούσαν να μάθω τι ήταν «αυτό που ήθελα να πω» και τους απάντησα το εξής: «Λίγο πολύ αυτό που ακούσατε».

Αυτή ήταν η διαφορά της «βίαιης ειρήνης» που πρότεινε ο Ιησούς και της «τάξης», όσο επαναστατική κι αν είναι αυτή. Διότι η τάξη επιβάλλεται με ωμή βία, με λογοκρισίες, βασανιστήρια, διωγμούς, εκφοβισμό. Αντίθετα, η ειρήνη δεν έχει ανάγκη να επιβληθεί. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στο δικτάτορα ή τον στρατιωτικό, που επιβάλλουν την τάξη με την εξουσία που κατέχουν, και στο σοφό ή πνευματικό δάσκαλο ή προφήτη, που μόνο με το εσωτερικό του κύρος πείθει τις συνειδήσεις.

Η απουσία πολέμου δεν είναι το ίδιο με μια κατάσταση ειρήνης. Τα χρόνια εκείνα στην Ισπανία δε γινόταν πόλεμος, υπήρχαν όμως βασανιστήρια και εκτελέσεις, δεν υπήρχε ούτε ειρήνη, γιατί ο κόσμος φοβόταν να εκφράσει τη γνώμη του, ο Τύπος λογοκρινόταν και η χώρα ήταν διχασμένη σε νικητές και ηττημένους, ενώ πολλοί ήταν υποχρεωμένοι να ζουν στην εξορία.

Αναντίρρητα η ειρήνη του Ιησού ήταν διαφορετική, ήταν δημιουργική, επαναστατική, αλλά γεννιόταν από την πίστη όχι από την εξουσία ή την επιβολή. Ο Ιησούς δε θα συμμεριζόταν ποτέ τη φράση του Γκαίτε «Προτιμώ την αδικία από την αταξία». Όχι. Ο Ιησούς προτιμούσε την αταξία που δημιουργεί ο αντικομφορμισμός, την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την αδικία. Δεν ήταν από τους φιλήσυχους, βολεμένους ανθρώπους, γιατί γνώριζε πολύ καλά -και το απέδειξε με τον τρόπο που έζησε- πως κανείς δεν μπορεί να επαναπαύεται στην τάξη όταν υπάρχει έστω και ένα ταπεινωμένος και σκλαβωμένος άνθρωπος.

Για τον Ιησού πόλεμος δεν σημαίνει μόνο ένοπλος αγώνας. Για εκείνον πόλεμος είναι κάθε κοινωνικό ή οικονομικό σύστημα αδικίας, πόλεμος είναι ο ολοκληρωτισμός, που εμποδίζει την ύπαρξη ειρήνης σε συνθήκες ελευθερίας, πόλεμος είναι η διπλωματία, που συνεχώς βάζει φραγμούς στο κατηγορηματικό ναι και στο κατηγορηματικό όχι, όπως ζητούσε εκείνος, πόλεμος είναι κάθε σταυροφορία στο όνομα της θρησκείας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Εκκλησία βρίσκεται κάθε φορά σε πόλεμο όταν διαχωρίζει καταδικάζει, ευτελίζει και αναγκάζει τους ανθρώπους να πηγαίνουν αντίθετα στην ίδια τους τη συνείδηση από το φόβο του Θεού.

Για αυτό και στην Ισπανία, αν και δε γίνονταν πόλεμος όταν γιορτάστηκαν τα είκοσι πέντε χρόνια ειρήνης, δεν υπήρχε ούτε και ειρήνη, το μόνο που υπήρχε ήταν μια επιβεβλημένη τάξη με βία και εκφοβισμούς. Δεν ήταν η ειρήνη του προφήτη από τη Γαλιλαία, όσο κι αν σήκωσαν τον Φράνκο στα χέρια και τοποθέτησαν στο αυτοκίνητο του το λείψανο του χεριού της Αγίας Τερέζας της Αβίλα, η οποία, κατά ειρωνικό τρόπο, ήταν η μεγαλύτερη επαναστάτρια και αντικομφορμίστρια αγία στην ιστορία της Εκκλησίας.

Ο Ιησούς κατηγορήθηκε ότι είχε καταφερθεί εναντίον της ιερότητας του Ναού. Και παρόλο που τον θανάτωσαν επειδή «τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και εμποδίζοντα το να δίδωσι φόρους εις τον Καίσαρα»(Κατά Λουκάν, κγ΄, 2.), κάτι που δεν ίσχυε βέβαια, η πρώτη κατηγορία ήταν και η πιο σοβαρή. Πράγματι, ο Ιησούς πρότεινε μια ριζική αλλαγή της ιουδαϊκής κοινωνίας, που ήταν θεοκρατική, τους είχε δώσει να καταλάβουν πως στη νέα Βασιλεία που διακήρυττε, ο Ναός, χαράκωμα της ιουδαϊκής εξουσίας, μπορούσε να γκρεμιστεί, αφού κάθε άνθρωπος θα μετατρέπονταν σε αληθινό λατρευτικό ναό.

Αν δεν είχαν συμβεί αυτά, η επανάσταση που είχε εισηγηθεί ο Ιησούς δεν θα ήταν παρά μια ακόμα επανάσταση στην Ιστορία, γιατί η πείρα διδάσκει πως όταν μια επανάσταση έχει μόνο μια κατεύθυνση, χωρίς να αγγίζει τις βαθύτερες δομές της ανθρώπινης ύπαρξης, καταντά φοναταμενταλισμός, αν έχει αποκλειστικά πολιτιστικό χαρακτήρα, τότε καταντά ιδεολογία, αν τα κίνητρά της είναι μόνο πολιτικά, καταλήγει σε φασισμό, κι αν είναι μόνο ηθική, τότε γίνεται πνευματική διαφυγή.

Η επανάσταση του Ιησού ήταν ολοκληρωτική. Για αυτό έλεγε πως κανείς δεν μπορεί να βάζει καινούριο κρασί σε παλιά ασκιά, ούτε να σκίζει καινούριο ύφασμα για να μπαλώσει το παλιό. Η αλλαγή που πρότεινε αφορούσε τα πάντα. Ήταν σαν να ξεκινάς από την αρχή, έχοντας αφήσει πίσω όλα τα δεσμά του παρελθόντος.

Ο Ιησούς δεν ήταν ούτε αυτοκαταστροφικός, ούτε τρελός, ούτε απελπισμένος και επιδειξιομανής. Ποτέ δε θα είχε επιτρέψει να καεί στη πυρά. Και κυρίως, ποτέ δεν επιδίωξε το θάνατο. Τα ευαγγέλια αφηγούνται ότι, όταν αντιλήφθηκε πως ήθελαν να τον συλλάβουν, κατάφερε να διαφύγει με θαυμαστό τρόπο. Τελικά τον συνέλαβαν χάρη στη προδοσία του Ιούδα.

Η επανάσταση του προφήτη από τη Ναζαρέτ έμοιαζε περισσότερο με εκείνη που, αιώνες αργότερα, έκανε ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, ακολουθώντας το παράδειγμα του, παρά με εκείνη των αμιγώς πολιτικών επαναστατών. Ήταν μια επανάσταση που ενοχλούσε τους «βολεμένους», όπως η στάση του Αγίου Φραγκίσκου ενόχλησε τον πατέρα του, πλούσιου έμπορου της Ασίζης. Η επανάσταση του αγίου μπορεί να φαινόταν βουκολική, ποιητική, αλλά ήταν τόσο ριζοσπαστική που τρόμαξε την ίδια την Εκκλησία της Ρώμης. Όταν ο Φραγκίσκος, εδραιώνοντας το τάγμα των φραγκισκανών με μια χούφτα οπαδών που ζούσαν από αυτά που τους έδιναν να φάνε και μιλούσαν με τα πουλιά στην εξοχή, το μόνο που ζήτησε ήταν η κατά γράμμα τήρηση του ευαγγελίου, το Βατικανό δε θέλησε να ακούσει κουβέντα. Του είπαν ότι θα έπρεπε να τηρεί ορισμένους κανόνες που είχε εγκρίνει η Ρώμη, όπως συνέβαινε και με τα άλλα θρησκευτικά τάγματα.

O Φραγκίσκος κήρυττε την πλήρη πενία των τέκνων του, την απόλυτη ελευθερία του πνεύματος χωρίς κανένα περιορισμό πέρα από την ίδια την συνείδηση. Κατέρριψε όλα τα ταμπού, ζούσε σε άλλη διάσταση και διέθετε τέτοια δύναμη και τέτοιο κύρος, ήταν δε τόσο αγαπητός στον κόσμο, ώστε μερικοί τον παρομοίασαν με το μετενσαρκωθέντα Ιησού. Κι αυτό ανησυχούσε τη Ρώμη, όπως το γεγονός ότι δεν ήθελε να χειροτονηθεί ιερέας. Σ' αυτή την προοπτική απαντούσε με το επιχείρημα πως ούτε ο Ιησούς υπήρξε ιερέας.

Οι σύγχρονοι θεολόγοι επιβεβαιώνουν ότι η αληθινή θεολογία του Ιησού είναι αυτή της συμφιλίωσης των ανθρώπων με το Θεό και των ανθρώπων με τη φύση και τα πράγματα, όπως αυτή που επιχείρησε ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης με την προσευχή του για την ειρήνη και το Άσμα του για τα Πλάσματα.

Η μεγάλη επανάσταση του Ιησού ήταν αυτή που έβαλε τέλος στους καταπιεστικούς θρησκευτικούς τύπους με τις απάνθρωπες απαιτήσεις τους και χάρισε στον άνθρωπο νέες, πρωτόγνωρες ελευθερίες και ελπίδες.  Με το Ιησού, τον υπομονετικό επαναστάτη της Ιστορίας, οι άνθρωποι επανέκτησαν τη χαμένη τους ελευθερία, λυτρώθηκαν από το φόβο του Θεού και μπήκαν σε μια νέα διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων όπου δε γίνονται διακρίσεις ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, τον Εβραίο και τον εθνικό, τον αγνό και τον μιαρό, αφού όλοι είναι παιδιά του ίδιου Πατέρα, ο οποίος κάνει τον ήλιο να ανατέλλει και να δύει τόσο για τους δίκαιους όσο και για τους αμαρτωλούς.   



O Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης μας άφησε, συνεχίζω ο ίδιος, και κάποιες πάρα πολύ ενδιαφέρουσες προφητείες για τους τελευταίους καιρούς...  

Ψάξτε στην παρακάτω ιστοσελίδα και βρείτε την στο 1.12:

Teologia della Restaurazione

Bάζω και εγώ μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα και όποιος γνωρίζει Ιταλικά να μας το μεταφράσει...Νομίζω είναι αρκετά ενδιαφέροντα αυτά που λέει ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης...

Così, nella lettera del 5 febbraio 1482, scrive che gli è stato concesso lo spirito di profezia riguardo al “fatto della riformazione della Santa Ecclesia dell’Altissimo […]

Da V.S. ha da nascere lo Gran Duca della milizia, ha da vincere il mondo ed insignorirsi dello temporale e spirituale e non potrà più essere al mondo niuno signore che non sia dell’Ordine della sancta milizia dello Spiritu Sanctu. Porteranno il segno di Dio [la croce] vivo in petto ma molto più nel cuore.”

San Francesco constata la decadenza morale dei suoi tempi, in primo luogo tra i Prìncipi secolari “i quali menano una vita senza carità […] e vivono male” a causa della loro “maledetta avarizia” che li porta a spendere “più di quello che hanno in vanità e cose senza proposito per compire ai loro falsi appetiti, assassinando i poveri vassalli”. Essi sono assai peggiori dei lupi rapaci e dei leoni famelici. “Vergognatevi delle vostre male operazioni, o cristiani per usanza e non per verità! Siete peggiori degli infedeli, o tiranni del popolo di Dio.”

I prelati non sfuggono al suo rimprovero. I Prìncipi spirituali sono, infatti, per il santo, molto peggiori di quelli secolari, sono dei Giuda Iscariote, “avidissimi alla rapina per divorare le pecorelle di Gesù Cristo […] Che cura avete voi del santo ovile di Cristo […] Non altra cura avete se non quella di divorare e mangiare i beni di Santa Chiesa senza mai ricordarvi dei poveri di Gesù Cristo benedetto.”

Nonostante tutto questo Dio esalterà un uomo poverissimo “del sangue di Costantino imperatore figliuolo di Sant’Elena e del seme di Pepino […] Per virtù dell’Altissimo confonderà i tiranni, gli eretici ed infedeli. Farà un grandissimo esercito, e gli angeli combatteranno per loro ed uccideranno tutti i ribelli dell’Altissimo.”

Sarà, infatti, fondata per volere dell’Onnipotente “una nuova religione [ossia ordine] molto necessaria, la quale farà più frutto al mondo che tutte le altre insieme unite. Sarà l’ultima e la migliore di tutte. Procederà con le armi, con le orazioni e con la santa ospitalità. […] Il Capo e fondatore di tal gente sarà uno della vostra stirpe – scrive all’Alimena - e questo sarà il grande riformatore della Chiesa di Dio”

“Tale uomo sarà nella sua puerizia ed adolescenza quasi santo, nella gioventù gran peccatore, poi si convertirà del tutto a Dio e farà gran penitenza, gli saranno perdonati i suoi peccati e tornerà santo. Sarà gran capitano e principe di gente santa, nominati li ‘Santi Crociferi di Gesù Cristo’, con li quali consumerà la setta maomettana con il resto degl’infedeli. Annichilirà tutte le eresie e tirannie del mondo, riformerà la Chiesa di Dio con i suoi seguaci, i quali saranno i migliori uomini del mondo in santità, in armi, in lettere ed in ogni altra virtù, che tale è la volontà dell’Altissimo. Otterranno il dominio di tutto il mondo tanto temporale che spirituale, e reggeranno la Chiesa di Dio sino alla fine dei secoli.”

E ancora nella lettera del 13 agosto 1496, sempre indirizzata a Simone di Alimena:

“Tal uomo sarà gran peccatore nella sua gioventù, poi si convertirà al grande Iddio dal quale sarà tirato come fu S. Paolo. Sarà il gran fondatore di una nuova religione, differente da tutte le altre, che scompartirà in tre ordini, cioè cavalieri armigeri, di sacerdoti solitari e di ospitalieri piissimi. Sarà l’ultima religione e farà più frutto alla Chiesa di Dio che tutte le altre.”